- νοησιαρχία
- (intellectualismus). Με τον όρο αυτόν υποδηλώνονται όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις που θέτουν τη νόηση ως αυτοτελές κριτήριο, κύριο ή και μοναδικό, της αλήθειας. Είτε πρόκειται για την αυτοδυναμία της νόησης, που συλλαμβάνει την αλήθεια των πραγμάτων, με δικά της πρωτογενή αξιώματα, τα οποία διακρίνονται ωστόσο από αυτήν (σχέση της res cogitans προς τη res extensa του Ντεκάρ) είτε πρόκειται για ταύτιση του «είναι» και του «νοείν» με αναγωγή του πρώτου στο δεύτερο (Ελεατική σχολή, Πλάτων κατά την αρχαιότητα, Χέγκελ κατά τους νεότερους χρόνους), η ν. χαρακτηρίζεται από την υποτίμηση ή πλήρη απόρριψη της αισθητικής εμπειρίας ως παραπλανητικής και τη θεώρηση της νόησης ως αξιωματικής αρχής. Τα κριτήρια της ν. διέπουν τα συστήματα των διαδόχων της καρτεσιανής σχολής Σπινόζα, Λάιμπνιτς, αλλά και τον κριτικό ιδεαλισμό του Καντ, που καθορίζει τον νου ως νομοθετική αρχή ξέχωρη από την αισθητική εμπειρία. Τόσο τα ηθικά αιτήματα όσο και οι άλλες ψυχικές λειτουργίες (βούληση, συναισθήματα) η ν. τα ανάγει σε νοητικές κατηγορίες (κατάφαση - άρνηση). Σε νοησιαρχικές αντιλήψεις στηρίζεται και η ερβαρτιανή παιδαγωγική σχολή. Ήδη όμως από την εποχή του Χέγκελ, η διαλεκτική λογική του οποίου, παρά τη νοησιαρχική αφετηρία της, διασπά τα πλαίσια της τυπικής λογικής μέσα στα οποία είχε κινηθεί η ν., σε συνάρτηση με το πνεύμα του γερμανικού ρομαντισμού, και στη συνέχεια μετά την εμφάνιση των βιταλιστικών θεωριών (και ιδίως ύστερα από τη διδασκαλία του Μπερξόν για την ανεπάρκεια της λογικής ανάλυσης και την εισαγωγή της «ενόρασης» ως κριτηρίου πλησιέστερου προς την αλήθεια), τέλος με την αμφισβήτηση όλων των παραδοσιακών μορφών σκέψης από τις διάφορες εκδοχές του υπαρξισμού, η ν. χάνει το καθολικό κύρος της. Ο όρος intellectualismus υποδηλώνει κυρίως, κατά την εποχή μας, έναν αφηρημένο τρόπο σκέψης, μονόπλευρο, μακριά από τη ζωή. Οι λογικές αφαιρέσεις θεωρούνται, υπό το πρίσμα αυτό, κενός φορμαλισμός, προσπάθεια μάλλον ένταξης του πολυσύνθετου κόσμου σε απλουστευμένα σχήματα παρά ερμηνείας κατά τη φύση του. Από την άλλη πλευρά η ν. (intellectuallismus) διαπιστώνεται ότι είναι ένα σαφώς σύγχρονο φαινόμενο, δηλαδή έκφραση μιας λαϊκής και ορθολογιστικής τάξης, στην οποία η επαγγελματική διανοητική εργασία ασκείται ελεύθερα χωρίς τελετουργικά και θρησκευτικά δεσμά - αντίθετα δηλαδή απ’ ό,τι συνέβαινε στις αρχαίες κοινωνίες (π.χ. Αίγυπτο, Περσία). Από αυτή την πιο καθορισμένη κοινωνιολογική άποψή του, το φαινόμενο της ν. είναι συνάρτηση πολλών χαρακτηριστικών της σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι π.χ. η ανάπτυξή του τερατώδους γραφειοκρατικού μηχανισμού, η νομική τυπικότητα, ο καθαρά ποσοτικός και ιδιοτελής ορθολογισμός που απαιτείται για τη διοίκηση των σύγχρονων επιχειρήσεων, καθώς και η νοησιαρχική αμφίεση, η συναφής με τη χρησιμοποίηση της επιστήμης και της τεχνικής. Η πολεμική κατά της ν. γίνεται έτσι πολεμική κατά της μηχανιστικής αντίληψης, που τείνει να υπαγάγει την ανθρώπινη προσωπικότητα ως απλό όργανο, στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνικής μηχανής - σε δεδομένη κοινωνία - και της τεχνικής της, καθώς και κατά της συναφούς διάκρισης υποκαμένου - αντικειμένου, κατά την οποία το πρώτο παθητικοποιείται και εξαφανίζεται. Η κριτική κατά της ν. παρατηρεί εξάλλου, ότι η αναλυτική υποδιαίρεση που αποτελεί τη μέθοδο της νόησης, δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια της οργανικής - όχι μηχανικής και αθροιστικής - σύνθεσης του όλου. Οι επιστημονικές έννοιες ως νοησιαρχικές ταξινομήσεις, θεωρούνται ικανές - ως ένα σημείο - να εξυπηρετήσουν την πρακτική και την τεχνική, όχι όμως και να διεισδύσουν στην εσώτερη αλήθεια. Αυτή η αντινοησιαρχική κριτική, που είχε κορυφαίους εκπροσώπους στην Ιταλία τον Κρότσε και τον Τζεντίλε, καταλήγει από τη μια στον υπαρξισμό, που απέναντι στον απρόσωπο και ανώνυμο κόσμο της επιστήμης και της τεχνικής αντιτάσσει την αυθεντική εσωτερική ύπαρξη του ατόμου, αφετέρου στην προσπάθεια της διαλεκτικής διδασκαλίας να πετύχει μια σύνθεση στην αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου.
* * *η(φιλοσ.)1. η κυριαρχία ή προτεραιότητα τού νου, τής νόησης, έναντι τών άλλων αρχών ή στοιχείων που καθορίζουν στην ουσία τους τον κόσμο, τη γνώση, τον ψυχικό και πρακτικό βίο, η φιλοσοφική αντίληψη και θεωρία κατά την οποία, σε αντιδιαστολή προς την εμπειριοκρατία, οι βασικές έννοιες, ιδέες και κρίσεις είναι εγγενείς τού πνεύματος ή αποτελούν αποκλειστικά δημιουργήματά του και δεν γεννώνται μέσω μιας σύνθετης διεργασίας με αφετηρία τα δεδομένα τής εμπειρίας και τών αισθήσεων2. φιλοσοφική στάση που θεωρεί τον νου ως ουσία και πρώτη αρχή τών όντων και, κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι ο υλικός κόσμος ανάγεται σε νοητικά, πνευματικά στοιχεία, δηλ. ιδέες, απόλυτες αλήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόηση + -αρχία (< -αρχος*). Η λ. είναι απόδοση τού αγγλ. mentalism (< λατ. mens, -ntis «νους»)].
Dictionary of Greek. 2013.